мьнѣти — МЬН|ѢТИ (>1000), Ю, ИТЬ гл. Думать, полагать: ѡнѣмъ мн˫ащемъ ˫ако братии полѹнощьноѥ пѣниѥ съвьрьшающемъ. ЖФП XII, 46г; и вьси мьн˫ахѹ ѧко поразилъ и ѥсть бѣсъ. СкБГ XII, 21в; и дьржю тѧ въ рѹкѹ своѥю ныне ||егоже азъ мьнѧхъ въ поганьскахъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
επίτηδες — (Α ἐπίτηδες και ἐπιτηδές) επίρρ. γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «τό έκανε επίτηδες» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῑν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ… … Dictionary of Greek
Αίγειρα ή Αίγιρα — Αρχαία πόλη της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, στη σημερινή θέση Παλαιόκαστρο, όπου βρέθηκαν και ερείπιά της, δηλαδή τα θεμέλια μικρού ναού του Δία και μαρμάρινη κεφαλή του θεού, που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Ο Παυσανίας… … Dictionary of Greek
Δαμασίθυμος — (5ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Καλύνδης, πόλης της Καρίας, γιος του Κανδαύλη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει (Η 87) πως στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, η βασίλισσα της Αλικαρνασσού Αρτεμισία, που ανήκε στην περσική παράταξη, χτύπησε και βύθισε το πλοίο του… … Dictionary of Greek
Νουμάς — Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που … Dictionary of Greek
συηνίτες — Εκρηξιγενή πετρώματα (πλουτωνίτες βάθους), που χαρακτηρίζονται από την απόλυτη σχεδόν απουσία χαλαζία και την εμφάνιση αστρίων. Εφόσον οι άστριοι είναι αλκαλικοί (ορθόκλαστο ή ανορθόκλαστο), χαρακτηρίζονται ως αλκαλικοί, ενώ όταν συμμετέχουν και… … Dictionary of Greek
απαρόμοιαστος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παρομοιάσει μ άλλον, να νομίσει γι άλλον: Το κρασί που τους πρόσφεραν ήταν κάτι το απαρόμοιαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)